- ὀβελιᾱφόρος
- ὀβελιᾱ-φόρος, eine Art Brot tragend, welche ὀβελίας heißt; οἱ ὀβελιαφόροι Titel eines Stücks des Antiphanes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οβελιαφόρος — ὀβελιαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὀβελιαφόροι — ὀβελιαφόρος carrying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελιαφόροις — ὀβελιαφόρος carrying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek